- μηδαμόσε
- μηδαμόσε (Α)επίρρ. προς κανένα μέρος, πουθενά («μηδαμόσε ἀλλοσε τείνοντα», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. αυτό-σε, ουδαμό-σε)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηδαμόσε — nowhither indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… … Dictionary of Greek